πολυφθόρος

πολυφθόρος
πολυ-φθόρος, ον,
A destroying many, fraught with death or ruin, ἁμέραι, ὄμβρος, Pi.N.8.31, I.5(4).49; of persons,

π. ἐν δαΐ A.Th.925

(lyr.).
II proparox. πολύφθορος, ον, [voice] Pass., utterly destroyed or ruined, Οἰχαλία, δῶμα, S.Tr.477, El.10.
2 (

φθείρω 11.4

) involving or enduring many wanderings, π. τύχαι, πλάνη, A.Pr.633,820; of merchants, S.Fr.555.5.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πολύφθορος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυφθόρος — ον, Α (με ενεργ σημ.) (για πρόσ. ή για πράγματα) αυτός που επιφέρει, που προκαλεί μεγάλη βλάβη ή αυτός που αφανίζει πολλούς, ολέθριος, καταστρεπτικός (α. «ἐν πολυφθόρῳ... Διὸς ὄμβρῳ», Πίνδ. β. «πάρεστιν εἰπεῖν ἐπ ἀθλίοισιν.... πολλὰ μὲν πολίτας,… …   Dictionary of Greek

  • πολύφθορος — ον, ΜΑ (με παθ. σημ.) αυτός που περιπλανήθηκε πολύ, πολυπλάνητος αρχ. 1. ο ολοκληρωτικά κατεστραμμένος, ο παντελώς αφανισμένος («πολύφθορόν τε δῶμα Πελοπιδῶν», Σοφ.) 2. πιθ. αυτός που αψηφά φθορές και κινδύνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φθορος… …   Dictionary of Greek

  • πολυφθόροις — πολύφθορος masc/fem/neut dat pl πολυφθόρος destroying many masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυφθόρου — πολύφθορος masc/fem/neut gen sg πολυφθόρος destroying many masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυφθόρους — πολύφθορος masc/fem acc pl πολυφθόρος destroying many masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυφθόρῳ — πολύφθορος masc/fem/neut dat sg πολυφθόρος destroying many masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύφθορον — πολύφθορος masc/fem acc sg πολύφθορος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύφθοροι — πολύφθορος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυφθορής — ές, Α πολύφθορος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολύφθορος, κατά τα σιγμόληκτα σε ής] …   Dictionary of Greek

  • πολύφθαρτος — ον, Μ πολύφθορος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φθαρτός (< φθείρω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”